κατέχεται

κατέχεται
κατέχω
hold fast
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εμπαθής — ές (AM ἐμπαθής, ές) (για πράξεις, ενέργειες, διαθέσεις) αυτός που κινείται από πάθος, συνήθως φθόνου και μίσους («εμπαθής κριτική») μσν. νεοελλ. 1. αυτός που κατέχεται από πάθος μίσους και φθόνου, κακεντρεχής («εμπαθής άνθρωπος», «εμπαθής και… …   Dictionary of Greek

  • κατόχιμος — κατόχιμος, ίμη, ον (Α) [κατοχή] 1. αυτός που κατέχεται, που βρίσκεται υπό την κυριότητα άλλου («καὶ ἔσονται ὑμῑν κατόχιμοι εἰς τὸν αἰῶνα», ΠΔ) 2. αυτός που κατέχεται από θεία και υπερφυσική δύναμη, ο θεοφορούμενος 3. (για πράγματα) αυτός μέσα… …   Dictionary of Greek

  • μανιακός — και μανικός, ή, ό (AM μανικός και μανιακός, ή, όν) [μανία] αυτός που κατέχεται από μανία, μαινόμενος, παράφρων, τρελός («ταύτην τὴν ἐπωνυμίαν ἔλαβες τὸ μανικὸς καλεῑσθαι», Πλάτ.) νεοελλ. 1. ως ουσ. άνθρωπος παράφρων, ανισόρροπος 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • моучитисѧ — МОУЧ|ИТИСѦ (135), ОУСѦ, ИТЬСѦ гл. Испытывать страдания, подвергаться мучениям: и прочеѥ раздьравъ тѣло. и въторыими ранами ѹ||˫азвивъ. ѡб нощь пребыти ѡстави нага. сѹгɤбо мѹчитис˫а зимою же и раньною болѣзнью. бѣ бо тогда м(с)ць феврарь… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • одьржатисѧ — ОДЬРЖ|АТИСѦ (4*), ОУСѦ, ИТЬСѦ гл. 1.Содержаться: ни ѥдинѣмь бо кымьждо промышлѥниѥмь непьщеваша оскѹдѣти дарѹ ст҃го д҃ха. имь же правьда отъ х҃въ чиститель и видить сѧ съмысльно. и ѡдьржитьсѧ твьрдо. паче ˫ако комѹжьдо въмѣстисѧ. (κατέχεται) КЕ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • -ερός — ή, ό (AM ερός, ά, όν) 1. παραγωγικό επίθημα επιθέτων που σημαίνει πλησμονή, π.χ. θλιβερός, βροχερός, φθονερός κ.λπ. 2. στο ουδ. ουσιαστικών σημαίνει το όργανο ή το δοχείο όπου περιέχεται αυτό που δηλώνει το θέμα, π.χ. πατερό (ο ληνός, το… …   Dictionary of Greek

  • Βάκχη — Βάκχη, η (Α) [Βάκχος] 1. αυτή που μετέχει σε βακχικά όργια και κατέχεται από τον Βάκχο, μαινάς 2. είδος αχλαδιού 3. φρ. «Βάκχη Ἀΐδου», «βάκχη νεκύων» μανιασμένη ιέρεια του Άδη, μανιασμένη για να σκορπίζει τον θάνατο …   Dictionary of Greek

  • Βάκχος — I Προσωνυμία του Διόνυσου. Στη λατινική μυθολογία, ο Β. (Bacchus) αντιπροσωπεύει τη φυτική ζωή και οι γιορτές που γίνονταν προς τιμήν του (Βακχεία) είχαν γνωρίσει εξαιρετική ανάπτυξη. Ρωμαϊκό γλυπτό που εικονίζει τον θεό Βάκχο. Ο Βάκχος σε πίνακα …   Dictionary of Greek

  • ΟΗΕ — (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών). Διεθνής οργάνωση που έχει ως κύριο σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας μεταξύ όλων των χωρών. Η ιδέα της συγκέντρωσης όλων των χωρών του κόσμου σε μια οργάνωση, που να αποκλείει την προσφυγή στα όπλα για… …   Dictionary of Greek

  • Πανόληπτος — ον, Α αυτός που κατέχεται από τον θεό Πάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πάν, Πανός + ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. μουσό ληπτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”